ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

Full width home advertisement

Post Page Advertisement [Top]


Γιώργος Τσιάκαλος
Πρόλογος στην Ελληνική έκδοση
Πριν μερικά χρόνια, όταν η κυβέρνηση της Κύπρου εξήγγειλε την πρόθεσή της να προχωρήσει σε μια βαθιά δημοκρατική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, έτυχε να δηλώσω σε μια συνέντευξή μου ότι η Κύπρος πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει στον τομέα της Παιδείας «η Φιλανδία της Νότιας Ευρώπης». Εννοούσα με αυτό ότι, είχε όλα τα εφόδια για να διαμορφώσει ένα αυθεντικό εκπαιδευτικό σύστημα που θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην πρόοδο της χώρας σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, της οικονομίας, του πολιτισμού. Αυτή ήταν και είναι η εντύπωση για τη Φιλανδία που κυριαρχεί εδώ και δεκαπέντε χρόνια σε όσους και όσες παρατηρούν συστηματικά την εξέλιξη των εκπαιδευτικών συστημάτων στον κόσμο. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι η χώρα αυτή, που τη δεκαετία του 1970 ανήκε στις πιο φτωχές  χώρες της Ευρώπης και τη δεκαετία του 1990 βίωσε μια βαθιά οικονομική κρίση ως αποτέλεσμα της  κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης με την οποία διατηρούσε στενές και ειδικές οικονομικές σχέσεις, κατάφερε να ξεπεράσει τα προβλήματά της επενδύοντας κυρίως στην ανάπτυξη του εκπαιδευτικού της συστήματος. Βεβαίως, τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν επάνω της μόνον όταν τα αποτελέσματα των διεθνών ερευνών έδειχναν το εκπαιδευτικό της σύστημα να είναι το πιο αποτελεσματικό του κόσμου στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες.
Το ξάφνιασμα από το γεγονός ότι μια μικρή χώρα, με ένα άγνωστο εκπαιδευτικό σύστημα ακόμη και για τους ειδικούς, βρέθηκε ξαφνικά στην κορυφή –τουλάχιστο σύμφωνα με αυτό που έδειχναν οι διεθνείς έρευνες- ακολούθησε ένας ιδιότυπος τουρισμός: παιδαγωγοί, εκπαιδευτικοί και, κυρίως, πολιτικοί άρχισαν να επισκέπτονται τη Φιλανδία για να ανακαλύψουν «το  μυστικό της επιτυχίας» της. Τελικά, το τι αποκόμιζαν από τις επισκέψεις τους ως απάντηση στο ερώτημα σχετικά με το «μυστικό της επιτυχίας» εξαρτάτο πολλές φορές από αυτό που προηγουμένως είχαν στο νου τους ως το σημαντικότερο στον τομέα της εκπαίδευσης. Έτσι, επιστρέφοντας στις χώρες τους, άλλοι τόνιζαν τη σημασία της ποιότητας των εκπαιδευτικών και της αφοσίωσης στο έργο τους, άλλοι τις αποκεντρωμένες δομές του συστήματος, άλλοι την ευρεία πολιτική συναίνεση στα θέματα Παιδείας που επικρατεί στη χώρα αυτή κ.ο.κ. Δηλαδή, στη Φιλανδία «ανακάλυπταν» εκείνο που δεν υπήρχε στις δικές τους χώρες ενώ οι ίδιοι/ες το θεωρούσαν αναγκαίο και επαρκές  για τη διαμόρφωση ενός ιδανικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Μερικές φορές η πηγή της επιτυχίας ανακαλυπτόταν σε συνθήκες που στην πραγματικότητα δεν υφίστανται στο φιλανδικό σύστημα. Έτσι, υπουργός Παιδείας της Ελλάδας αποφάνθηκε ότι τα καλά αποτελέσματα οφείλονται στο γεγονός ότι οι  εκπαιδευτικοί της Φιλανδίας «αξιολογούνται συνεχώς, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα». Η αλήθεια, όμως, είναι ότι στη χώρα εκείνη «η αξιολόγηση», όπως την εννοούν πολλοί και πολλές στην Ελλάδα, δεν υπάρχει, επειδή θεωρείται ότι η ύπαρξή της θα σηματοδοτούσε δυσπιστία απέναντι στους/στις εκπαιδευτικούς  και συνακόλουθα θα υπονόμευε το θετικό σχολικό κλίμα. Παρόμοια ήταν τα σχόλια σχετικά με τη «γλωσσική ομοιογένεια της Φιλανδίας, σε αντίθεση με εμάς που έχουμε πολλούς μετανάστες». Κι εδώ η αλήθεια είναι διαφορετική: στη χώρα εκείνη αναγνωρίζονται και χρησιμοποιούνται τέσσερεις γλώσσες  ως επίσημες γλώσσες διδασκαλίας –αυτές είναι, πέραν της φιλανδικής, η σουηδική, η γλώσσα των Σάμι και η νοηματική της Φιλανδίας- και, επιπλέον, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των μεταναστών είναι συνολικά μικρότερο από εκείνο της Ελλάδας, υπάρχουν περιοχές με σχολεία όπου το ποσοστό αυτό πλησιάζει το  πενήντα τοις εκατό. Εκεί, όμως, λαμβάνεται υπόψη και διδάσκεται η μητρική γλώσσα των παιδιών –ανεξάρτητα από τον αριθμό τους- κι αυτό αποτελεί θετικό παράγοντα τόσο στην κοινωνική ένταξη όσο και  στη σχολική επιτυχία. Σε άλλη περίπτωση, Έλληνας βουλευτής ύμνησε το φιλανδικό σύστημα, επειδή –έτσι νόμιζε- από την αρχή, απομακρύνει τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες  από τα «κανονικά» σχολεία  και τα εντάσσει σε ειδικά σχολεία, ενώ εντελώς αντίθετη είναι η φιλοσοφία και η πραγματικότητά του. Η Φιλανδία διακρίνεται για την εμμονή της σε «ένα κοινό σχολείο για όλα τα παιδιά», στο οποίο όμως λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η μάθηση για όλα τα παιδιά.
Βεβαίως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ελλάδα, και από κοντά η Κύπρος, ξεχωρίζει από άλλες χώρες στην αντιμετώπιση και αξιολόγηση του φιλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος καθώς εδώ μερικές φορές αμφισβητήθηκαν τα ίδια τα θετικά χαρακτηριστικά και αποτελέσματά του, σε βαθμό μάλιστα που το φιλανδικό σχολείο να παρουσιάζεται  ως κόλαση και ως παράδειγμα προς αποφυγή για ολόκληρο τον κόσμο. Τα «στοιχεία» που χρησιμοποιούνται για να θεμελιώσουν τέτοιες απόψεις ξεκινούν από την επιλεκτική χρήση και προβολή ορισμένων αδυναμιών που οι ίδιες οι αρχές της Φιλανδίας επισημαίνουν με σκοπό την αντιμετώπισή τους έως την, δήθεν, απόλυση των εκπαιδευτικών όταν οι επιδόσεις των μαθητών/ριών  τους υπολείπονται του γενικού μέσου όρου. Ακόμη και το, δήθεν, υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών σε ολόκληρο τον κόσμο φέρεται να είναι -«διαπιστωμένα»!- αποτέλεσμα του εκπαιδευτικού συστήματος. Προφανώς τέτοιοι μύθοι, όπως όλοι οι μύθοι, έχουν κάποια λειτουργικότητα, με σημαντικότερη απ’ όλες την υπονόμευση της άποψης ότι ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση για τα υψηλά αποτελέσματά του αντιστεκόμενο στα σύγχρονα νεοφιλελεύθερα δόγματα, που θέλουν τους νόμους της αγοράς να αποτυπώνονται στον τρόπο λειτουργίας των σχολείων και την ίδια την αγορά να ελέγχει και να εκμεταλλεύεται την εκπαίδευση.  
Η αλήθεια είναι ότι η συζήτηση για την εκπαίδευση της Φιλανδίας έρχεται να κλονίσει κάποιες «αυτονόητες», μέχρι σήμερα, διαδικασίες στα θέματα της εκπαίδευσης: μοντέλα εκπαίδευσης, αλλά ακόμη και οι κριτικές προς αυτά και οι εναλλακτικές προσεγγίσεις, γεννιούνται και εφαρμόζονται στις ισχυρές χώρες του κόσμου, και από εκεί εκπορεύονται και διαδίδονται ως καινοτομία και έγκυρη γνώση σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι πλούσιες αγγλοσαξονικές χώρες (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Αυστραλία, Καναδάς), η Γαλλία και η Γερμανία -παλιότερα και η Σοβιετική Ένωση- είναι περιοχές, για τις οποίες δεν εκπλήσσεται κάποιος εάν εμφανίζουν εξαιρετικά αποτελέσματα στην εκπαίδευση (δηλαδή σε εκείνο τον τομέα από τον οποίον εξαρτάται η πρόοδος στην οικονομία και στον πολιτισμό) και είναι σύνηθες ακόμη και να προσβλέπει κανείς σε αυτές για ενδεχόμενα δάνεια. Άλλες χώρες θα μπορέσουν να μπουν στο ίδιο κάδρο μόνον όταν θα αποκτήσουν παρόμοια οικονομική και πολιτική δύναμη.
Αντίθετα, ακόμη και όταν εμφανίζονται καταφανώς πολύ καλά παραδείγματα στην «περιφέρεια», αυτά καταγράφονται ως ειδικές περιπτώσεις που από τη φύση τους, δήθεν, δεν ενδείκνυνται για αξιοποίηση στις ισχυρές χώρες του κέντρου. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα του Πάουλο Φρέιρε όταν ήλθε, εγκαταστάθηκε και εργάστηκε στην Ευρώπη: παρά το γεγονός ότι η δεκαετία του 1970  ήταν μια εποχή εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και αναζητήσεων νέων δρόμων στην Ευρώπη και ενώ ο Πάουλο Φρέιρε ενθουσίαζε και ενέπνεε πολλούς/ες παιδαγωγούς και εκπαιδευτικούς με τη θεωρία του και με το έργο που είχε επιτελέσει προηγουμένως στη Βραζιλία, η αξιοποίηση του έργου και της θεωρίας του προσδιορίστηκε από την αρχή, χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, ως κατάλληλη αποκλειστικά για ορισμένες χώρες του τρίτου κόσμου, και αυτό μάλιστα μόνον για όσο καιρό οι χώρες αυτές θα ήταν «υπό ανάπτυξη». Σήμερα, που η Ευρώπη διαπιστώνει τεράστια προβλήματα στον τομέα του γραμματισμού, γίνεται αντιληπτό πόσο λανθασμένη ήταν η προσέγγιση εκείνη που ασυνείδητα και  με αυτονόητο τρόπο υιοθετήθηκε τότε.
Βεβαίως, αν αυτό ίσχυε για τον μεγάλο παιδαγωγό που κατείχε θεσμική θέση στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ήταν εγκατεστημένος στο κέντρο της Ευρώπης, στη Γενεύη, πόσο  περισσότερο ίσχυε για τους νέους δρόμους που χαράζονταν από εμπνευσμένους/ες παιδαγωγούς και εκπαιδευτικούς σε χώρες της Αφρικής, όπως π.χ. η Τανζανία. Με θαυμασμό διαβάζονταν οι εκθέσεις για όσα συνέβαιναν εκεί, αλλά ταυτόχρονα θεωρούνταν ως γεγονότα στο περιθώριο του κόσμου, ως ένα πρώτο στάδιο στην πορεία από την ανεξαρτησία, που μόλις είχε κερδηθεί, προς την εκπαιδευτική και πολιτιστική πραγματικότητα των ανεπτυγμένων χωρών (που «εξ ορισμού» αποτελούσαν το κέντρο και τον προορισμό του κόσμου).
Το ίδιο, άλλωστε, ίσχυε για τον τρόπο αντιμετώπισης των αποικιών που υπήρχαν στο εσωτερικό της Ευρώπης, δηλαδή οι κοινωνίες των μεταναστών και οι αυτόχθονες μειονότητες. Οι εναλλακτικές τους προτάσεις για την εκπαίδευση –ιδιαίτερα σε σχέση με την αντιμετώπιση της διγλωσσίας και της πολυγλωσσίας- καταγράφονταν ως αντιδραστικός προσανατολισμός προς οριστικά ξεπερασμένες καταστάσεις του παρελθόντος ή ως ουτοπία, αλλά σήμερα αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι η Ευρώπη πληρώνει ακριβά την αλαζονεία της αυτή, που ήταν απότοκο ενός βαθιά ριζωμένου πολιτισμικού ρατσισμού, καθώς έχασε την εξαιρετική ευκαιρία να οργανώσει έγκαιρα και σε συνθήκες μικρότερης κλίμακας τα εκπαιδευτικά της συστήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί σήμερα να αντιμετωπίζει με  επιτυχία τα φαινόμενα πολλαπλής διαφορετικότητας που εμφανίζουν πλέον οι μαθητικοί πληθυσμοί σε όλες τις χώρες.
 Με όλα τα προηγούμενα θέλω να πω ότι η Φιλανδία ξάφνιασε και συνεχίζει να εκπλήσσει για τις επιτυχίες του εκπαιδευτικού της συστήματος μάλλον επειδή μέχρι πρότινος καταγραφόταν στο υποσυνείδητο των άλλων λαών ως μια χώρα στο περιθώριο της Ευρώπης που χαρακτηριζόταν από φτώχεια, μαζική μετανάστευση και ακραία πολιτική και οικονομική εξάρτηση από τις ισχυρές χώρες του κόσμου. Μπορεί, λοιπόν, μια τέτοια χώρα να διακρίνεται στην εκπαίδευση και να αξίζει την ιδιαίτερη προσοχή των άλλων; Αυτό το ερώτημα είναι που προκαλεί την έκπληξη, που ασφαλώς δεν θα υπήρχε, εάν στη θέση της Φιλανδίας ήταν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Γαλλία ή, ακόμη, και η Ολλανδία. Και με τη σειρά της η έκπληξη γεννά την ανάγκη να γνωρίσει κανείς περισσότερα για την εκπαίδευση στη χώρα αυτή. Ανάγκη, που έρχεται να ικανοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο το βιβλίο του Pasi Sahlberg.
Προσωπικά έτυχε να παρακολουθήσω την πορεία της εκπαίδευσης της Φιλανδίας από τη δεκαετία του 1970, καθώς η έντονη παιδαγωγική και πολιτική ενασχόληση με τη σχολική εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών και μεταναστριών με οδήγησε σε μια στενή και πολύχρονη συνεργασία και φιλία με Φιλανδούς/ες   γλωσσολόγους, παιδαγωγούς και μάχιμους/ες εκπαιδευτικούς.  Ήταν οι πρώτοι/ες που μελέτησαν συστηματικά τη σημασία που έχει η διδασκαλία και η χρήση της μητρικής γλώσσας στην εκπαίδευση παιδιών με διαφορετική μητρική γλώσσα από τη γλώσσα της πλειονότητας, και ήταν  αυτοί/ες που πολύ νωρίς αναγνώρισαν την ανάγκη και ψηλάφισαν τη δυνατότητα ένταξης των γνώσεών μας για τη σημασία της διαφορετικότητας –όχι πια αποκλειστικά και μόνο στη γλώσσα, αλλά και στις άλλες μορφές της- στην οργάνωση των αναλυτικών προγραμμάτων, της διδασκαλίας και μάθησης, και του σχολείου ως θεσμού και ως τόπου συνάντησης και συνεργασίας διαφορετικών ανθρώπων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία διατυπώθηκαν οι αρχές και αναπτύχθηκαν οι δομές που χαρακτηρίζουν σήμερα το φιλανδικό σχολείο.
Ορισμένοι παρατηρητές αναρωτιούνται μήπως οι «πρωτιές» της Φιλανδίας στις διεθνείς έρευνες είναι αποτέλεσμα συνειδητής προσαρμογής του εκπαιδευτικού της συστήματος στις απαιτήσεις τέτοιων ερευνών.  Η απάντηση είναι καταφανώς αρνητική. Άλλωστε, οι ιθύνοντες στη Φιλανδία ανησυχούν οι ίδιοι και επαγρυπνούν μήπως άθελά τους παρασυρθούν  από τις «πρωτιές» και τις συνακόλουθες επευφημίες και παραλείψουν τις μεταρρυθμίσεις που και στο μέλλον θα είναι αναγκαίες προς όφελος των παιδιών και ολόκληρης της κοινωνίας. Παρά τις επιτυχίες τους επιμένουν πάντοτε να επισημαίνουν ότι  κάθε έρευνα καταγράφει ένα μέρος μόνον αυτού που παρέχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα και, συνεπώς, θα ήταν παράλογο να περιορίζεται ένα εκπαιδευτικό σύστημα μόνον σε αυτό που καταγράφουν οι έρευνες ή να μην ορίζει τους σκοπούς και τους στόχους του ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε έρευνες, συγκρίσεις και έξωθεν πρότυπα.  
 Όμως, παρά την κριτική της θεώρηση, η Φιλανδία συμμετείχε από πολύ νωρίς σε διεθνείς έρευνες και ανέπτυξε –αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της- πλούσια, σημαντική και αυτόφωτη παιδαγωγική έρευνα για την κατανόηση,  ερμηνεία και αξιολόγηση των σχετικών ευρημάτων. Σ’ αυτή την πολυσχιδή έρευνα στηρίχθηκε ο σχεδιασμός του εκπαιδευτικού συστήματος και η διαμόρφωσή του. Όσοι και όσες έζησαν τον έντονο παιδαγωγικό προβληματισμό στην Ευρώπη στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1960 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, βίωσαν τις σχετικές συζητήσεις για τα αποτελέσματα της διεθνούς  έρευνας για τις γνώσεις των μαθητών/ριών στα μαθηματικά, που έγινε σε δώδεκα χώρες από το 1961 έως το 1965. Το γεγονός ότι η Φιλανδία είχε τα λιγότερο ικανοποιητικά αποτελέσματα από όλες τις χώρες αποτέλεσε κίνητρο για σημαντικές αλλαγές. Αυτές όμως δεν αφορούσαν, όπως ίσως θα περίμεναν πολλοί, στην προσαρμογή των μαθητών/τριών στις απαιτήσεις της έρευνας, αλλά (αφορούσαν) ριζικές αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, με σημαντικότερη από όλες την καθιέρωση του ενιαίου εννιάχρονου σχολείου, δηλαδή την κοινή φοίτηση όλων των παιδιών και την παραμονή τους  στο ίδιο σχολείο από την πρώτη δημοτικού έως την τρίτη γυμνασίου.
«Η απόφαση (για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση) δεν ήταν ομόφωνη», παραπέμπει ο Pasi Sahlberg  στον Erkki Aho, Γενικό Διευθυντή (1973-1991) του Εθνικού Συμβουλίου Γενικής Παιδείας, «η βάση της πλειοψηφίας αποτελούνταν από το Αγροτικό Κόμμα και τους αριστερούς». Αφού είχε προηγηθεί, πρέπει να επισημάνουμε, μια γενναία μετατόπιση του Αγροτικού Κόμματος στις θέσεις των Αριστερών, κι αυτό  κυρίως κάτω από την πίεση που άσκησε η Ένωση Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (της οποίας ο ρόλος στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν καίριος και συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα).
«Η μεταρρύθμιση του ενιαίου σχολείου βασικής εκπαίδευσης δεν ήταν απλά μια οργανωτική αλλαγή, αλλά μια νέα φιλοσοφία για την παιδεία στα φιλανδικά σχολεία» συνοψίζει τις απόψεις των Φιλανδών παιδαγωγών ο  Pasi Sahlberg. «Αυτή η φιλοσοφία περιλάμβανε τις πεποιθήσεις ότι όλοι οι μαθητές μπορούν να μάθουν αν θα τους δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες και η υποστήριξη, ότι η κατανόηση των διαφορών στην ανθρώπινη φύση και η μάθηση μέσα από αυτήν αποτελούν σημαντικούς εκπαιδευτικούς στόχους, και ότι τα σχολεία θα πρέπει να λειτουργούν σαν δημοκρατίες μικρής κλίμακας, όπως επέμενε ο John Dewey δεκαετίες πριν. Το νέο peruskoulu, επομένως, απαιτούσε οι εκπαιδευτικοί να χρησιμοποιούν εναλλακτικές διδακτικές μεθόδους, να σχεδιάζουν περιβάλλοντα μάθησης που καθιστούν εφικτή τη διαφοροποιημένη μάθηση για διαφορετικούς μαθητές και να θεωρούν τη διδασκαλία ως ένα σημαντικό επάγγελμα. Αυτές οι προσδοκίες οδήγησαν σε ευρείας κλίμακας μεταρρύθμιση στην επιστημονική κατάρτιση των εκπαιδευτικών το 1979: σε νέο νόμο σχετικά με αυτήν, δίνοντας έμφαση στην επαγγελματική ανάπτυξη και εστιάζοντας στην εκπαίδευσή τους με βάση την έρευνα».
Με τα παραπάνω λόγια ο Pasi Sahlberg σκιαγραφεί τη διαδικασία που αποτελεί προϋπόθεση για μια επιτυχημένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: στην αρχή χρειάζεται η αλλαγή ενός από τα βασικά στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος –κατά κανόνα αυτού που αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα και, ταυτόχρονα, η αλλαγή του θεμελιώνεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση - και μετά ακολουθεί η συστηματική σχετική εναρμόνιση όλων των υπόλοιπων υποσυστημάτων του εκπαιδευτικού συστήματος. Η απαρέγκλιτη εφαρμογή αυτού του κανόνα αποτελεί, ίσως, τον σημαντικότερο παράγοντα στην επιτυχία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στη Φιλανδία, και ταυτόχρονα αποτελεί το σημαντικότερο  δίδαγμα που μπορεί να αντλήσει κανείς από την εμπειρία αυτής της χώρας.
Σε μια συνέντευξή του στη Maria von Stern του Europe Online στις 15 Φεβρουαρίου 2010 ο ηγέτης του Γερμανικού κόμματος DIE LINKE (που εκείνη την εποχή ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το «τι θετικό έχει απομείνει σήμερα από την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας» υπογράμμισε το εξής: «Δεν ήταν όλα άσχημα, το εκπαιδευτικό της σύστημα, παραδείγματος χάριν, το αντέγραψαν οι Φιλανδοί και σήμερα στην έρευνα PISA βρίσκονται στην κορυφή. Ο  Platzeck (σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της ομόσπονδης χώρας του Βρανδεμβούργου, Γ.Τ.) ταξίδεψε στη Φιλανδία για να δει το εκπαιδευτικό της σύστημα. Τότε εγώ του είπα, δεν χρειάζεται παρά να θυμηθεί τα δικά του σχολικά χρόνια (στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας».  Και χαρακτηρίζει ως «μια χαμένη ευκαιρία» το γεγονός ότι η ενωμένη Γερμανία δεν ακολούθησε τον ίδιο δρόμο στην εκπαίδευση, με συνέπεια να μην βρίσκεται ανάμεσα στις πιο επιτυχημένες χώρες.
Η παραπάνω άποψη είναι αρκετά διαδεδομένη στη Γερμανία, και όχι μόνο στους κόλπους της Αριστεράς που έχει προφανείς λόγους να υπερασπίζεται και να υπενθυμίζει τις θετικές πλευρές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας προτείνοντάς τες ταυτόχρονα ως λύση των σημερινών προβλημάτων. Από τότε που χάρη στα εξαιρετικά της αποτελέσματα στη διεθνή έρευνα PISA η Φιλανδία προτείνεται πολύ συχνά ως πρότυπο προς μίμηση, πολλοί άρχισαν να διαπιστώνουν τις μεγάλες ομοιότητες του εκπαιδευτικού της συστήματος με το εκπαιδευτικό σύστημα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. «Μαθήματα από τη Φιλανδία σημαίνει μαθήματα από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας;» τιτλοφορείται σχετικό άρθρο της NETZZEITUNG στις 11 Ιανουαρίου 2007, ενώ το γνωστό περιοδικό STERN στις 2 Απριλίου 2003, όπως επίσης το γερμανικό κρατικό ραδιόφωνο MDR στις 29 Απριλίου 2005 θεωρούν δεδομένη τη σχέση των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων. Το MDR σημειώνει χαρακτηριστικά: «Από τη δεκαετία του 1960 ταξίδευαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας πολυάριθμες επιτροπές από το Βορρά για να μελετήσουν το εκπαιδευτικό της σύστημα. Πεπεισμένες ότι οι παιδαγωγικές προσεγγίσεις της μπορούσαν να οδηγήσουν σε καλά αποτελέσματα, οικοδόμησαν το φιλανδικό σχολείο έχοντας, μεταξύ άλλων, ως πρότυπο τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας».   
Είτε ως συνειδητή πράξη των ιθυνόντων της Φιλανδίας στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 που στέφθηκε από επιτυχία, είτε απλώς ως ένας κοινός προσανατολισμός στα ίδια παιδαγωγικά πρότυπα, όπως αναφέρουν ορισμένοι ερευνητές, ένα είναι βέβαιο: οι «ευγενείς έριδες», που φτάνουν μέχρι και την Ιαπωνία, για την καταγωγή του Φιλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος πιστοποιεί αναμφισβήτητα την εκτίμηση που απολαμβάνει σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. 
Είναι, τελικά, το φιλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα πρότυπο προς μίμηση; Η ερώτηση είναι χωρίς νόημα, καθώς κανένα εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να μεταφυτευτεί από μια χώρα σε άλλη. Εκπαιδευτικά συστήματα δεν αντικαθίστανται με άλλα, και μάλιστα «εισαγόμενα». Εκπαιδευτικά συστήματα μεταρρυθμίζονται, και στις διαδικασίες μεταρρύθμισης είναι δυνατόν να εμπνέεται κανείς από τις προσεγγίσεις και τις επιτυχίες των άλλων. Ως πηγή έμπνευσης για την ανατροπή κάποιων πραγμάτων, που στην εποχή της κυριαρχίας νεοφιλελεύθερων δογμάτων φαίνονται ή έντεχνα παρουσιάζονται ως «αυτονόητα», βλέπουν πολλοί την εκπαίδευση στη Φιλανδία. Γι’ αυτό, η έκδοση του  βιβλίου του Pasi Sahlberg αποτέλεσε έναυσμα για μια πολύ ζωηρή συζήτηση σε πολλές χώρες του κόσμου και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Με αφορμή και αφετηρία την έκδοση του βιβλίου στις ΗΠΑ πολλοί Αμερικανοί δικαιολογημένα αναρωτήθηκαν: Γιατί, η εκπαίδευση στη Φιλανδία να είναι δωρεάν, οι εκπαιδευτικοί να μην αξιολογούνται αλλά να απολαμβάνουν την παιδαγωγική ελευθερία, τα παιδιά και οι εκπαιδευτικοί να δουλεύουν λιγότερες ώρες, τα ιδιωτικά σχολεία να είναι σχεδόν ανύπαρκτα, οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση να είναι σχεδόν μηδενικές, τα σχολεία να συνεργάζονται μεταξύ τους και όχι να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, και ως αποτέλεσμα όλων αυτών οι μαθητές και οι μαθήτριές τους να πρωτεύουν στον κόσμο, οι διαφορές εξαιτίας του κοινωνικού και οικονομικού υπόβαθρου να είναι οι μικρότερες σε ολόκληρο τον κόσμο, η ενιαία διδασκαλία και η διαφοροποίηση να αποτελούν καθημερινή πραγματικότητα, η ελευθερία να κυριαρχεί στα σχολεία; Τι έχουν να πουν γι’ αυτά εκείνοι οι  ιθύνοντες της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες που -δήθεν «για την ποιοτική βελτίωση της εκπαίδευσης»-  προπαγανδίζουν και επιβάλλουν ευρεία ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, διαρκείς και τυποποιημένες αξιολογήσεις μαθητών/ριών και εκπαιδευτικών, καθιέρωση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα σχολεία, επιβολή αναξιοπρεπών συνθηκών εργασίας για τους/τις εκπαιδευτικούς και μάθησης για τους μαθητές και τις μαθήτριες, και στο τέλος διαπιστώνουν ότι τα αποτελέσματά τους υπολείπονται κατά πολύ σε όλους τους τομείς των αποτελεσμάτων της Φιλανδίας;
Ποιο σύστημα είναι τελικά καλύτερο για τα παιδιά και την κοινωνία, αυτό είναι το ερώτημα που προκύπτει από την αντιπαραβολή όσων συμβαίνουν στη Φιλανδία και όσων συμβαίνουν στις ισχυρές χώρες του κόσμου που μέχρι σήμερα παρείχαν «τα σύγχρονα μοντέλα εκπαίδευσης». Η απάντηση είναι προφανής και αποκαλύπτει ένα ενδιαφέρον παράδοξο, το οποίο επισημαίνει με οξυδέρκεια ο γνωστός  δημοσιογράφος Γιώργος Δελαστίκ σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ (15 Μαΐου 2009) με τίτλο «Το φιλανδικό Θαύμα στην Παιδεία». Σε αυτό, αφού πρώτα απαριθμεί τα χαρακτηριστικά του φιλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος και εκθειάζει την ποιότητά του Oι εντυπωσιακές επιδόσεις των Φιλανδών μαθητών και φοιτητών προκάλεσαν αίσθηση σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και δικαιολογημένα έστρεψαν την προσοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα της «Xώρας των Xιλίων Λιμνών») καταλήγει με την εξής επισήμανση: «Προφανώς καθόλου δεν αρέσουν στον OOΣA, προπύργιο του νεοφιλελεύθερου δογματισμού, ούτε τα συμπεράσματα των Φιλανδών ούτε τα επιτεύγματα της δημόσιας εκπαίδευσης της Φιλανδίας, την υπεροχή των οποίων αναγκάζεται να πιστοποιεί ο ίδιος ο OOΣA!».
Είναι, λοιπόν, πολλοί οι λόγοι που οδηγούν στη διαπίστωση ότι η γνώση του εκπαιδευτικού συστήματος της Φιλανδίας και του τρόπου με τον οποίο οικοδομήθηκε μπορεί να εμπλουτίσει τους προβληματισμούς για την πορεία των εκπαιδευτικών συστημάτων σε πολλές χώρες του κόσμου. Αυτό το ρόλο παίζει με άριστο τρόπο του βιβλίο του Pasi Sahlberg.

Ιανουάριος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Bottom Ad [Post Page]